ταχύπλοος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχύπλοος η ταχύπλοη το ταχύπλοο
      γενική του ταχύπλοου της ταχύπλοης του ταχύπλοου
    αιτιατική τον ταχύπλοο την ταχύπλοη το ταχύπλοο
     κλητική ταχύπλοε ταχύπλοη ταχύπλοο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχύπλοοι οι ταχύπλοες τα ταχύπλοα
      γενική των ταχύπλοων των ταχύπλοων των ταχύπλοων
    αιτιατική τους ταχύπλοους τις ταχύπλοες τα ταχύπλοα
     κλητική ταχύπλοοι ταχύπλοες ταχύπλοα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταχύπλοος < αρχαία ελληνική ταχύπλοος < ταχυ- + πλόος/πλοῦς

Επίθετο

ταχύπλοος

  1. που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα πλέοντας στο νερό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ταχύπλοο: το σκάφος που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα πλέοντας στο νερό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.