θαλασσοπόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θαλασσοπόρος | οι | θαλασσοπόροι |
| γενική | του | θαλασσοπόρου | των | θαλασσοπόρων |
| αιτιατική | τον | θαλασσοπόρο | τους | θαλασσοπόρους |
| κλητική | θαλασσοπόρε | θαλασσοπόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαλασσοπόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θαλασσοπόρος[1]
Ουσιαστικό
θαλασσοπόρος αρσενικό
- ο ναυτικός που έχει κάνει μακρινά ταξίδια
- ※ ...αλώβητος από την ασκήμια των γερατιών. Τέτοιος θάνατος δε λογάται θάνατος. Ο Μεγαλέξαντρος ζει. Ζει και βασιλεύει. Το βεβαιώνει ως τα σήμερα η Γοργόνα, η αδερφή του, κι αλίμονο στο θαλασσοπόρο που θα τολμήση να το αμφισβητήση. (Φιλολογική Κύπρος, 1973, σελ. 195) (Σημείωση Βικιλεξικού: στα ρήματα «θα τολμήση», «να το αμφισβητήση», χρησιμοποιείται το παλιότερο ήτα (-η) της υποτακτικής.)
Μεταφράσεις
θαλασσοπόρος
|
|
Αναφορές
- θαλασσοπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.