διάπλους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διάπλους | οι | διάπλοι |
| γενική | του | διάπλου | των | διάπλων |
| αιτιατική | τον | διάπλου & διάπλουν |
τους | διάπλους |
| κλητική | διάπλου | διάπλοι | ||
| Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
| Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάπλους, διάπλοος < διά + πλοῦς (πλόος). Συγχρονικά αναλύεται σε διά- + πλους
Ουσιαστικό
διάπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η διέλευση θαλάσσιας έκτασης, ή πορθμού με πλωτό μέσο
- ο πρώτος διάπλους του Ατλαντικού έγινε από τον Κολόμβο
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.