περιτομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιτομή | οι | περιτομές |
| γενική | της | περιτομής | των | περιτομών |
| αιτιατική | την | περιτομή | τις | περιτομές |
| κλητική | περιτομή | περιτομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιτομή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιτομή < αρχαία ελληνική περιτέμνω < περί + τέμνω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + -τομή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.toˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐το‐μή
Ουσιαστικό
περιτομή θηλυκό
Συγγενικά
- απερίτμητος
- περιτετμημένος
- περίτμητος
- → δείτε τις λέξεις περί και τέμνω
-
περιτομή στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
περιτομή
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περιτομή | αἱ | περιτομαί |
| γενική | τῆς | περιτομῆς | τῶν | περιτομῶν |
| δοτική | τῇ | περιτομῇ | ταῖς | περιτομαῖς |
| αιτιατική | τὴν | περιτομήν | τὰς | περιτομᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | περιτομή | περιτομαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιτομᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιτομαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιτομή < αρχαία ελληνική περιτέμνω < περι- + -τομή (< τέμνω)
Ουσιαστικό
περιτομή θηλυκό
Πηγές
- περιτομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιτομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.