ακροβυστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροβυστία οι ακροβυστίες
      γενική της ακροβυστίας των ακροβυστιών
    αιτιατική την ακροβυστία τις ακροβυστίες
     κλητική ακροβυστία ακροβυστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακροβυστία < (ελληνιστική κοινή) ἀκροβυστία

Ουσιαστικό

ακροβυστία θηλυκό

  1. (ανατομία) το άκρο του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους
     συνώνυμα: ακροποσθία
  2. το να παραμένει το άκρο του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους στη θέση του, να μην έχει αφαιρεθεί
     αντώνυμα: περιτομή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.