πενήντα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πενήντα < μεσαιωνική ελληνική πεντήντα < ελληνιστική κοινή πεντήντα < ελληνιστική κοινή πεντήκοντα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈnin.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πενήντα

Αριθμητικό

πενήντα άκλιτο

  • (απόλυτο αριθμητικό) αριθμός (ψηφίο 50) που δηλώνει πέντε δεκάδες. Σύμβολο 50

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • πενήντα πενήντα, πενήντα τοις εκάτο: όταν οι πιθανότητες για τις δύο διαφορετικές εκβάσεις ενός γεγονότος είναι μοιρασμένες ακριβώς στη μέση
    ο αγώνας είναι πενήντα πενήντα

Παράγωγα

αριθμητικά
απόλυτο: πενήντα
ψηφίο: πενηντάρι
τακτικό: πεντηκοστός
πολλαπλασιαστικό:  πενηνταπλός
αναλογικό: πενηνταπλάσιος
περιληπτικό: πενηντάδα, πενηνταριά  
επίρρημα: πενηντάκις
πρόθημα: πενηντα-
 
χρονικά
λεπτά: πενηντάλεπτο
ώρες: πενηντάωρο
ημέρες: πενηνταήμερο
μήνες: πενηντάμηνο
έτη: πενηνταετία
διάρκεια: πεντηκονταετής, -ές - πενηντάχρονος, -ή, -ο  

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.