πενηντάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πενηντάρι | τα | πενηντάρια |
| γενική | του | πενηνταριού | των | πενηνταριών |
| αιτιατική | το | πενηντάρι | τα | πενηντάρια |
| κλητική | πενηντάρι | πενηντάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πενηντάρι < μεσαιωνική ελληνική πενηντάρι[1] < πενῆντα < αρχαία ελληνική πεντήκοντα
Συγγενικά
- πενηνταράκι (υποκοριστικό)
- πενηντάρικο
- → δείτε τη λέξη πενήντα
Μεταφράσεις
πενηντάρι
|
|
- πενηντάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.