δεκάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκάδα οι δεκάδες
      γενική της δεκάδας των δεκάδων
    αιτιατική τη δεκάδα τις δεκάδες
     κλητική δεκάδα δεκάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκάδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεκάς από την αιτιατική σε -άδα

Ουσιαστικό

δεκάδα θηλυκό

  1. (μαθηματικά) δέκα μονάδες
  2. (περιληπτικό αριθμητικό) σύνολο από δέκα όμοια στοιχεία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δέκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.