πενηντάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πενηντάχρονος | η | πενηντάχρονη | το | πενηντάχρονο |
| γενική | του | πενηντάχρονου | της | πενηντάχρονης | του | πενηντάχρονου |
| αιτιατική | τον | πενηντάχρονο | την | πενηντάχρονη | το | πενηντάχρονο |
| κλητική | πενηντάχρονε | πενηντάχρονη | πενηντάχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πενηντάχρονοι | οι | πενηντάχρονες | τα | πενηντάχρονα |
| γενική | των | πενηντάχρονων | των | πενηντάχρονων | των | πενηντάχρονων |
| αιτιατική | τους | πενηντάχρονους | τις | πενηντάχρονες | τα | πενηντάχρονα |
| κλητική | πενηντάχρονοι | πενηντάχρονες | πενηντάχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πενηντάχρονος, -η, -ο
- με διάρκεια 50 χρόνων
- με ηλικία 50 ετών
Συνώνυμα
Συγγενικά
δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος
Μεταφράσεις
πενηντάχρονος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.