περασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περασμένος η περασμένη το περασμένο
      γενική του περασμένου της περασμένης του περασμένου
    αιτιατική τον περασμένο την περασμένη το περασμένο
     κλητική περασμένε περασμένη περασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περασμένοι οι περασμένες τα περασμένα
      γενική των περασμένων των περασμένων των περασμένων
    αιτιατική τους περασμένους τις περασμένες τα περασμένα
     κλητική περασμένοι περασμένες περασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περνάω και περνώ

Μετοχή

περασμένος, -η, -ο

  1. που έχει περάσει, που έχει παρέλθει
  2. που αναφέρεται στο παρελθόν
  3. που έχει περαστεί, καταχωρηθεί
  4.  δείτε τη λέξη περνώ

Ουσιαστικό

  1. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: τα παρελθόντα
  2. Q άσ' τα αυτά τώρα - τα περασμένα είναι περασμένα!

Εκφράσεις

  • περασμένα - ξεχασμένα: ας ξεχαστούν τα όσα δυσάρεστα συνέβησαν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.