περασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περασμένος | η | περασμένη | το | περασμένο |
| γενική | του | περασμένου | της | περασμένης | του | περασμένου |
| αιτιατική | τον | περασμένο | την | περασμένη | το | περασμένο |
| κλητική | περασμένε | περασμένη | περασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περασμένοι | οι | περασμένες | τα | περασμένα |
| γενική | των | περασμένων | των | περασμένων | των | περασμένων |
| αιτιατική | τους | περασμένους | τις | περασμένες | τα | περασμένα |
| κλητική | περασμένοι | περασμένες | περασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περνάω και περνώ
Μετοχή
περασμένος, -η, -ο
Ουσιαστικό
- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: τα παρελθόντα
- Q άσ' τα αυτά τώρα - τα περασμένα είναι περασμένα!
Εκφράσεις
- περασμένα - ξεχασμένα: ας ξεχαστούν τα όσα δυσάρεστα συνέβησαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.