απαρχαιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρχαιωμένος η απαρχαιωμένη το απαρχαιωμένο
      γενική του απαρχαιωμένου της απαρχαιωμένης του απαρχαιωμένου
    αιτιατική τον απαρχαιωμένο την απαρχαιωμένη το απαρχαιωμένο
     κλητική απαρχαιωμένε απαρχαιωμένη απαρχαιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρχαιωμένοι οι απαρχαιωμένες τα απαρχαιωμένα
      γενική των απαρχαιωμένων των απαρχαιωμένων των απαρχαιωμένων
    αιτιατική τους απαρχαιωμένους τις απαρχαιωμένες τα απαρχαιωμένα
     κλητική απαρχαιωμένοι απαρχαιωμένες απαρχαιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρχαιωμένος < αρχαία ελληνική ἀπηρχαιωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι < ἀπό + ἀρχαιόομαι / ἀρχαιοῦμαι < ἀρχαῖος < ἀρχή

Μετοχή

απαρχαιωμένος

  • που είναι τόσο παλιός, ώστε να μη συμβαδίζει πια με τις σύγχρονες καταστάσεις, αντιλήψεις ή απαιτήσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.