ξεπερασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεπερασμένος | η | ξεπερασμένη | το | ξεπερασμένο |
| γενική | του | ξεπερασμένου | της | ξεπερασμένης | του | ξεπερασμένου |
| αιτιατική | τον | ξεπερασμένο | την | ξεπερασμένη | το | ξεπερασμένο |
| κλητική | ξεπερασμένε | ξεπερασμένη | ξεπερασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεπερασμένοι | οι | ξεπερασμένες | τα | ξεπερασμένα |
| γενική | των | ξεπερασμένων | των | ξεπερασμένων | των | ξεπερασμένων |
| αιτιατική | τους | ξεπερασμένους | τις | ξεπερασμένες | τα | ξεπερασμένα |
| κλητική | ξεπερασμένοι | ξεπερασμένες | ξεπερασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεπερασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπερνώ
Μετοχή
ξεπερασμένος, -η, -ο
- ο παρωχημένος ή αυτός που πρόσφατα έμεινε πίσω, καθώς τον ξεπέρασαν οι εξελίξεις
- ξεπερασμένος νόμος, ξεπερασμένη γλώσσα, τακτική, στρατηγική, ιδεολογία
- το άτομο που έχει μείνει πίσω στον τομέα του (π.χ. τέχνη)
- Ρίντλεϊ Σκοτ: Προφήτης ή ξεπερασμένος;
- Ο Κώστας ό,τι είχε να δώσει στην επιχείρηση το έδωσε, είναι πια ξεπερασμένος
- → δείτε τη λέξη ξεπερνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.