παροίχομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παροίχομαι < παρά + οἴχομαι

Ρήμα

παροίχομαι, παρακείμενος: παρῴχηκα και μεταγενέστερο παρῴχημαι

  1. έχω περάσει, έχω παρέλθει (με τοπική ή χρονική σημασία)
  2. (γραμματική) (για χρόνους) αναφέρομαι στο παρελθόν
  3. είμαι νεκρός, γίνομαι σαν νεκρός
  4. (με γενική) απομακρύνομαι από κάτι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.