παραβάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραβάτης οι παραβάτες
      γενική του παραβάτη των παραβατών
    αιτιατική τον παραβάτη τους παραβάτες
     κλητική παραβάτη παραβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραβάτης < παραβαίνω + -της / Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + -βάτης.

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈva.tis/

Ουσιαστικό

παραβάτης αρσενικό

  1. που παραβαίνει, παραβιάζει ένα νόμο ή κανονισμό
  2. προσωνύμιο του αυτοκράτορα Ιουλιανού που του αποδόθηκε επειδή θέλησε να επαναφέρει την αρχαία θρησκεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.