παρανομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρανομώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρανομῶ, συνηρημένος τύπος του παρανομέω < παρα- + νόμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.noˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐νο‐μώ
- τονικό παρώνυμο: παράνομο
Ρήμα
παρανομώ, αόρ.: παρανόμησα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρανομώ | παρανομούσα | θα παρανομώ | να παρανομώ | παρανομώντας | |
| β' ενικ. | παρανομείς | παρανομούσες | θα παρανομείς | να παρανομείς | ||
| γ' ενικ. | παρανομεί | παρανομούσε | θα παρανομεί | να παρανομεί | ||
| α' πληθ. | παρανομούμε | παρανομούσαμε | θα παρανομούμε | να παρανομούμε | ||
| β' πληθ. | παρανομείτε | παρανομούσατε | θα παρανομείτε | να παρανομείτε | παρανομείτε | |
| γ' πληθ. | παρανομούν(ε) | παρανομούσαν(ε) | θα παρανομούν(ε) | να παρανομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρανόμησα | θα παρανομήσω | να παρανομήσω | παρανομήσει | ||
| β' ενικ. | παρανόμησες | θα παρανομήσεις | να παρανομήσεις | παρανόμησε | ||
| γ' ενικ. | παρανόμησε | θα παρανομήσει | να παρανομήσει | |||
| α' πληθ. | παρανομήσαμε | θα παρανομήσουμε | να παρανομήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρανομήσατε | θα παρανομήσετε | να παρανομήσετε | παρανομήστε | ||
| γ' πληθ. | παρανόμησαν παρανομήσαν(ε) |
θα παρανομήσουν(ε) | να παρανομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρανομήσει | είχα παρανομήσει | θα έχω παρανομήσει | να έχω παρανομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρανομήσει | είχες παρανομήσει | θα έχεις παρανομήσει | να έχεις παρανομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρανομήσει | είχε παρανομήσει | θα έχει παρανομήσει | να έχει παρανομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρανομήσει | είχαμε παρανομήσει | θα έχουμε παρανομήσει | να έχουμε παρανομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρανομήσει | είχατε παρανομήσει | θα έχετε παρανομήσει | να έχετε παρανομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρανομήσει | είχαν παρανομήσει | θα έχουν παρανομήσει | να έχουν παρανομήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.