παράγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράγραφος οι παράγραφοι (παράγραφες)
      γενική της παραγράφου των παραγράφων
    αιτιατική την παράγραφο τις παραγράφους (παράγραφες)
     κλητική παράγραφε (παράγραφο) παράγραφοι (παράγραφες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια παράγραφος ενός κειμένου

Ετυμολογία

παράγραφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράγραφος < αρχαία ελληνική παραγράφω < παρά- + -γραφος, λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paragraphe [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.ɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράγραφος

Ουσιαστικό

παράγραφος θηλυκό

  1. τμήμα κειμένου με αυτοτέλεια και ενότητα, που η πρώτη γραμμή του γράφεται λίγο δεξιότερα από τις υπόλοιπες γραμμές, για να ξεχωρίζει
  2. (νομικός όρος) τμήμα νομικού κειμένου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράγραφος αἱ παράγραφοι
      γενική τῆς παραγράφου τῶν παραγράφων
      δοτική τῇ παραγράφ ταῖς παραγράφοις
    αιτιατική τὴν παράγραφον τὰς παραγράφους
     κλητική ! παράγραφε παράγραφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραγράφω
γεν-δοτ τοῖν  παραγράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράγραφος, ως μονογενές θηλυκό επίθετο, εννοείται η λέξη γραμμή < αρχαία ελληνική παραγράφω < παρά- + -γραφος (γράφω)

Ουσιαστικό

παράγραφος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.