παράγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παράγραφος | οι | παράγραφοι (παράγραφες) |
| γενική | της | παραγράφου | των | παραγράφων |
| αιτιατική | την | παράγραφο | τις | παραγράφους (παράγραφες) |
| κλητική | παράγραφε (παράγραφο) | παράγραφοι (παράγραφες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια παράγραφος ενός κειμένου
Ετυμολογία
- παράγραφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράγραφος < αρχαία ελληνική παραγράφω < παρά- + -γραφος, λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paragraphe [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐γρα‐φος
Ουσιαστικό
παράγραφος θηλυκό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- παράγραφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παράγραφος | αἱ | παράγραφοι |
| γενική | τῆς | παραγράφου | τῶν | παραγράφων |
| δοτική | τῇ | παραγράφῳ | ταῖς | παραγράφοις |
| αιτιατική | τὴν | παράγραφον | τὰς | παραγράφους |
| κλητική ὦ! | παράγραφε | παράγραφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραγράφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παραγράφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παράγραφος θηλυκό
Πηγές
- παράγραφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.