δεξιότερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεξιότερα < συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος δεξιά


Επίρρημα

δεξιότερα

  • για κάτι που βρίσκεται ή βρισκόταν ή πρόκειται να βρεθεί πιο δεξιά σε σχέση με κάτι άλλο ή με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
Κινείται δεξιότερα από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά θέλει να πιστεύει ότι τοποθετείται στην αριστερά
Είναι στο από πάνω ράφι, όχι, εκεί, ούτε εκεί, να, λίγο δεξιότερα, δίπλα στα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη, τρίτο πριν από το τέλος αδερφέ μου!



Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

δεξιότερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.