τελεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τελεία | οι | τελείες |
| γενική | της | τελείας | των | τελειών |
| αιτιατική | την | τελεία | τις | τελείες |
| κλητική | τελεία | τελείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τελεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελεία, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τέλειος (τελεία στιγμή)
Παράγωγα
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- βάλε και καμιά τελεία!: σταμάτα να μιλάς συνέχεια!
- τελεία και παύλα: δηλώνει οριστική απόφαση
- τρεις τελείες: τα αποσιωπητικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.