τελεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελεία οι τελείες
      γενική της τελείας των τελειών
    αιτιατική την τελεία τις τελείες
     κλητική τελεία τελείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελεία, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τέλειος (τελεία στιγμή)

Ουσιαστικό

τελεία θηλυκό

  • σημείο στίξης που σηματοδοτεί το τέλος μιας πρότασης

Παράγωγα

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

  1. βάλε και καμιά τελεία!: σταμάτα να μιλάς συνέχεια!
  2. τελεία και παύλα: δηλώνει οριστική απόφαση
  3. τρεις τελείες: τα αποσιωπητικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τελεία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.