παραγράφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραγράφω (1,2) < αρχαία ελληνική παραγράφω < παρά + γράφω
παραγράφω (3) < παρα- + γράφω

Ρήμα

παραγράφω (παθητική φωνή: παραγράφομαι)

  1. (νομικός όρος) αίρω τις συνέπειες για διαπραχθέν αδίκημα, μετά από παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος
  2. καταργώ, διαγράφω
  3. (οικείο) γράφω πολύ, για πολλή ώρα συνεχόμενα

Συγγενικά

Κλίση(1,2)

Κλίση(3)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.