αδιαμφισβήτητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιαμφισβήτητος | η | αδιαμφισβήτητη | το | αδιαμφισβήτητο |
| γενική | του | αδιαμφισβήτητου | της | αδιαμφισβήτητης | του | αδιαμφισβήτητου |
| αιτιατική | τον | αδιαμφισβήτητο | την | αδιαμφισβήτητη | το | αδιαμφισβήτητο |
| κλητική | αδιαμφισβήτητε | αδιαμφισβήτητη | αδιαμφισβήτητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιαμφισβήτητοι | οι | αδιαμφισβήτητες | τα | αδιαμφισβήτητα |
| γενική | των | αδιαμφισβήτητων | των | αδιαμφισβήτητων | των | αδιαμφισβήτητων |
| αιτιατική | τους | αδιαμφισβήτητους | τις | αδιαμφισβήτητες | τα | αδιαμφισβήτητα |
| κλητική | αδιαμφισβήτητοι | αδιαμφισβήτητες | αδιαμφισβήτητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιαμφισβήτητος < α- + διαμφισβητώ διαμφισβητη- + -τος
Επίθετο
αδιαμφισβήτητος, -η, -ο
- που δεν αμφισβητείται, που δεν είναι δυνατόν να διαμφισβητηθεί, που είναι αποδεκτός από όλους
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη αναμφισβήτητος
Συγγενικά
- αδιαμφισβήτητα
- αδιαμφισβητήτως
Μεταφράσεις
αδιαμφισβήτητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.