πανεπιστημιούπολη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανεπιστημιούπολη οι πανεπιστημιουπόλεις
      γενική της πανεπιστημιούπολης* των πανεπιστημιουπόλεων
    αιτιατική την πανεπιστημιούπολη τις πανεπιστημιουπόλεις
     κλητική πανεπιστημιούπολη πανεπιστημιουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πανεπιστημιουπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανεπιστημιούπολη < πανεπιστήμιο + -ούπολη[1] [2]

Ουσιαστικό

πανεπιστημιούπολη θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. πανεπιστημιούπολη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Το –ου– κατ' αναλογία προς τα Κωνσταντινούπολη (< Κωνσταντίνου πόλη), Αλεξανδρούπολη (< Αλεξάνδρου πόλη) κ.λπ.
  3. «Άρα προτιμότεροι για τον προσεκτικό ομιλητή είναι οι τύποι πανεπιστημιόπολη και μεγαλόποληΜπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: πανεπιστημιούπολη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.