προσευχή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσευχή < ελληνιστική προσευχή < προσεύχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.sefˈçi/
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσευχή | οι | προσευχές |
| γενική | της | προσευχής | των | προσευχών |
| αιτιατική | την | προσευχή | τις | προσευχές |
| κλητική | προσευχή | προσευχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
προσευχή θηλυκό
- θρησκευτική πράξη κατά την οποία απευθύνεται κάποιος προς τον Θεό
Εκφράσεις
- κάνω την προσευχή μου: προσεύχομαι
- Κυριακή προσευχή: το Πάτερ ημών
- νηστεία και προσευχή
- οίκος προσευχής: η εκκλησία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
η πράξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.