ιατρείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιατρείο τα ιατρεία
      γενική του ιατρείου των ιατρείων
    αιτιατική το ιατρείο τα ιατρεία
     κλητική ιατρείο ιατρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιατρείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰατρεῖον
Εξεταστήριο σε ιατρείο.

Προφορά

ΔΦΑ : /i.aˈtɾio/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιατρείο

Ουσιαστικό

ιατρείο ουδέτερο

  1. (ιατρική) ο χώρος όπου εργάζεται και εξετάζει τους ασθενείς του ένα γιατρός
    δεν βρίσκει θέση σε νοσοκομείο και αποφάσισε να ανοίξει δικό του ιατρείο
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) κτίριο που ανήκει σε έναν ασφαλιστικό φορέα και στο οποίο προσφέρονται ιατρικές υπηρεσίες
    Πήγα να εξεταστώ στα ιατρεία του ΙΚΑ, αλλά έχει αλλάξει όνομα και διεύθυνση.
  3. εξωτερικά ιατρεία: ο χώρος σε ένα νοσοκομείο όπου εξετάζονται εξωτερικοί ασθενείς καθώς και η αντίστοιχη υπηρεσία

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.