εστιατόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εστιατόριο | τα | εστιατόρια |
| γενική | του | εστιατορίου & εστιατόριου |
των | εστιατορίων |
| αιτιατική | το | εστιατόριο | τα | εστιατόρια |
| κλητική | εστιατόριο | εστιατόρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εστιατόριο < αρχαία ελληνική ἑστιατόριον < ἑστιάτωρ < ἑστιάω < ἑστία
Ουσιαστικό
εστιατόριο ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εστιάτορας
Σύνθετα
Μεταφράσεις
εστιατόριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.