πανεπιστημιόπολη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πανεπιστημιόπολη | οι | πανεπιστημιοπόλεις |
| γενική | της | πανεπιστημιόπολης* | των | πανεπιστημιοπόλεων |
| αιτιατική | την | πανεπιστημιόπολη | τις | πανεπιστημιοπόλεις |
| κλητική | πανεπιστημιόπολη | πανεπιστημιοπόλεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πανεπιστημιοπόλεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πανεπιστημιόπολη < πανεπιστήμιο + -ο- + πόλη[1]
Μεταφράσεις
πανεπιστημιόπολη
|
- «Άρα προτιμότεροι για τον προσεκτικό ομιλητή είναι οι τύποι πανεπιστημιόπολη και μεγαλόπολη.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: πανεπιστημιούπολη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.