Αλεξανδρούπολη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλεξανδρούπολη οι Αλεξανδρουπόλεις
      γενική της Αλεξανδρούπολης* των Αλεξανδρουπόλεων
    αιτιατική την Αλεξανδρούπολη τις Αλεξανδρουπόλεις
     κλητική Αλεξανδρούπολη Αλεξανδρουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αλεξανδρουπόλεως
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλεξανδρούπολη < λέξη του 1920, καθαρεύουσα Ἀλεξανδρούπολ(ις) + < Αλέξανδρος (προς τιμήν του Αλεξάνδρου του Α΄) στη γενική ενικού Αλεξάνδρου + πόλις (-πολη)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.le.ksanˈðɾu.po.li/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλεξανδρούπολη

Κύριο όνομα

Αλεξανδρούπολη θηλυκό

Σημειώσεις

  • μέχρι το 1920 η πόλη ονομαζόταν Δεδέ Αγάτς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.