-ούπολη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ούπολη οι -ουπόλεις
      γενική της -ούπολης* των -ουπόλεων
    αιτιατική τη(ν) -ούπολη τις -ουπόλεις
     κλητική -ούπολη -ουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, -ουπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ούπολη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -πολις < αρχαία ελληνική πόλις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈu.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ούπολη

Επίθημα

-ούπολη θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ούπολη στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ούπολη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.