πανηγύριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πανηγύριν < πανηγύρ(ιον), υποκοριστικό του πανήγυρις + -ιν
Ουσιαστικό
πανηγύριν ουδέτερο
Συνώνυμα
- πανήγυρις, πανέγυρις
Συγγενικά
- ἀπανηγύριστος
- πανηγυρίζω
- πανηγυρικόν
- πανηγυρικός
- πανήγυρις, πανήγερις
- πανηγυρίσιμος
- πανηγύρισμα
- πανηγυριστής
- πανηγύρισμα
- πανηγυριστικός
- νεοπανηγυρικόν
- προπανηγυρίζω
- προπανήγυρις
Απόγονοι
πανηγύριν (μεσαιωνικά ελληνικά) / πανηγύρι
- ⇒ νέα ελληνικά: πανηγύρι
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: پانایر (panayir) ή < πανήγυρις
→ δείτε και αρχαία ελληνική πανήγυρις
Πηγές
- πανηγύρι(ο)ν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.