πανηγύριν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πανηγύριν < πανηγύρ(ιον), υποκοριστικό του πανήγυρις + -ιν

Ουσιαστικό

πανηγύριν ουδέτερο

  1. συγκέντρωση ανθρώπων για γιορτή θρησκευτική
    1. ομαδικός εορτασμός
    2. (περιληπτικό) οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται σε μια γιορτή
  2. εμποροπανήγυρη, παζάρι, υπαίθρια αγορά

όλες οι μορφές:

Συνώνυμα

Συγγενικά

Απόγονοι

πανηγύριν (μεσαιωνικά ελληνικά) / πανηγύρι

νέα ελληνικά: πανηγύρι
οθωμανικά τουρκικά: پانایر (panayir) ή < πανήγυρις
τουρκικά: panayır  δείτε και τον τύπο πανήγυρις

 δείτε και  αρχαία ελληνική πανήγυρις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.