παλίνδρομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλίνδρομος η παλίνδρομη το παλίνδρομο
      γενική του παλίνδρομου της παλίνδρομης του παλίνδρομου
    αιτιατική τον παλίνδρομο την παλίνδρομη το παλίνδρομο
     κλητική παλίνδρομε παλίνδρομη παλίνδρομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλίνδρομοι οι παλίνδρομες τα παλίνδρομα
      γενική των παλίνδρομων των παλίνδρομων των παλίνδρομων
    αιτιατική τους παλίνδρομους τις παλίνδρομες τα παλίνδρομα
     κλητική παλίνδρομοι παλίνδρομες παλίνδρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλίνδρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλίνδρομος (που τρέχει ξανά πίσω) < (αρχαία ελληνική πάλιν) παλίν- + δρόμος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈlin.ðɾo.mos/

Επίθετο

παλίνδρομος, -η, -ο

  1. συνώνυμο του παλινδρομικός: που κινείται και προς τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις
  2. (μεταφορικά) ευμετάβλητος, ασταθής
  3. (παρωχημένο) που επιστρέφει, που κινείται προς τα πίσω

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «παλινδρομικός (& παλίνδρομος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παλίνδρομος τὸ παλίνδρομον
      γενική τοῦ/τῆς παλινδρόμου τοῦ παλινδρόμου
      δοτική τῷ/τῇ παλινδρόμ τῷ παλινδρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν παλίνδρομον τὸ παλίνδρομον
     κλητική ! παλίνδρομε παλίνδρομον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παλίνδρομοι τὰ παλίνδρομ
      γενική τῶν παλινδρόμων τῶν παλινδρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς παλινδρόμοις τοῖς παλινδρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παλινδρόμους τὰ παλίνδρομ
     κλητική ! παλίνδρομοι παλίνδρομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παλινδρόμω τὼ παλινδρόμω
      γεν-δοτ τοῖν παλινδρόμοιν τοῖν παλινδρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλίνδρομος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πάλιν (παλίν-) + δρόμ(ος) + -ος

Επίθετο

παλίνδρομος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. που γυρίζει πάλι πίσω, που επιστρέφει
  2. που επαναλαμβάνεται
  3. (μεταφορικά) αβέβαιος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.