αυτοπαλίνδρομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοπαλίνδρομος η αυτοπαλίνδρομη το αυτοπαλίνδρομο
      γενική του αυτοπαλίνδρομου της αυτοπαλίνδρομης του αυτοπαλίνδρομου
    αιτιατική τον αυτοπαλίνδρομο την αυτοπαλίνδρομη το αυτοπαλίνδρομο
     κλητική αυτοπαλίνδρομε αυτοπαλίνδρομη αυτοπαλίνδρομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοπαλίνδρομοι οι αυτοπαλίνδρομες τα αυτοπαλίνδρομα
      γενική των αυτοπαλίνδρομων των αυτοπαλίνδρομων των αυτοπαλίνδρομων
    αιτιατική τους αυτοπαλίνδρομους τις αυτοπαλίνδρομες τα αυτοπαλίνδρομα
     κλητική αυτοπαλίνδρομοι αυτοπαλίνδρομες αυτοπαλίνδρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοπαλίνδρομος < αυτοπαλινδρόμηση + -ος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoregressive

Επίθετο

αυτοπαλίνδρομος, -ή, -ο

Συγγενικά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.