πάλι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

πάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάλι < πάλιν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάλιν

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάλι
 
ομόηχο: πάλη

Επίρρημα

πάλι

  1. (χρονικό επίρρημα) για μια φορά ακόμα
    έλα πάλι όποτε θέλεις
     συνώνυμα: εκ νέου, ξανά
  2. (αντιθετική σημασία) αντίθετα, από την άλλη πλευρά, εξάλλου
    Όλοι έτρωγαν πίτσα. Εγώ πάλι, που έκανα δίαιτα, έτρωγα μαρουλοσαλάτα.

Εκφράσεις

  • και πάλι: ξανά
    στους δρόμους και πάλι οι φοιτητές
  • πάλι καλά: δηλώνει ότι μια κατάσταση θα μπορούσε να είναι χειρότερη
    μου έκλεψαν τη βαλίτσα, πάλι καλά που δεν είχα τα χαρτιά μου μέσα
     συνώνυμα: ευτυχώς

Συγγενικά

  • παλιν- (και οι μορφές του) Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα παλιν- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

πάλι < σανσκριτικά पालिभाषा ‎(pālibhāṣā, “γλώσσα-διάλεκτος των ιερών κειμένων”) < पालि ‎(pāli, “γραμμή, κείμενο (ιερού κανόνα/ιερού κώδικα/ιερού βιβλίου)”).

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.li/
ομόηχο: πάλη

Ουσιαστικό

πάλι ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό μόνο στον ενικό

  • (γλώσσα) της Ινδίας, ιερών σανσκριτικών κειμένων
    άλλες μορφές: παλική γλώσσα

Σημειώσεις

  • Κατηγορία:Γλώσσα πάλι
  • κωδικός γλώσσας: pi

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Επίρρημα

πάλι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.