κύηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κύηση | οι | κυήσεις |
| γενική | της | κύησης* | των | κυήσεων |
| αιτιατική | την | κύηση | τις | κυήσεις |
| κλητική | κύηση | κυήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κυήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύηση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.i.si/
Ουσιαστικό
κύηση θηλυκό
- η περίοδος της ανάπτυξης του ανθρώπινου εμβρύου από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη γέννηση
Υπερώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.