επαναλαμβάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επαναλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαναλαμβάνω < ἐπανα- (επανα-) + λαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pa.na.laɱˈva.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαναλαμβάννω

Ρήμα

επαναλαμβάνω, πρτ.: επαναλάμβανα, αόρ.: επανέλαβα, παθ.φωνή: επαναλαμβάνομαι, π.αόρ.: επαναλήφθηκα, μτχ.π.π.: επανειλημμένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί, ανά, αναλαμβάνω και λαμβάνω

Κλίση

Και λόγιος αόριστος στο τρίτο πρόσωπο: επανελήφθη, επανελήφθησαν

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.