καθορίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθορίζω < ελληνιστική κοινή καθορίζω < αρχαία ελληνική κατά + ὁρίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminer)

Ρήμα

καθορίζω (παθητική φωνή: καθορίζομαι)

  1. ορίζω, προσδιορίζω με ακρίβεια, συχνά κατά τρόπο επίσημο και οριστικό
    Οι δύο συναρμόδιοι υπουργοί συσκέφτηκαν για να καθορίσουν το ύψος του πλαφόν για τα καύσιμα.
  2. αποτελώ πολύ σημαντικό χαρακτήρα για την πορεία και την τελική μορφή που αποκτά κάτι
    οι σκληρές συνθήκες της παιδικής του ηλικίας καθόρισαν το χαρακτήρα του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.