επιλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιλέγω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈle.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιλέγω

Ρήμα

επιλέγω, πρτ.: επέλεγα, στ.μέλλ.: θα επιλέξω, αόρ.: επέλεξα, παθ.φωνή: επιλέγομαι, π.αόρ.: επιλέχθηκα/επιλέχτηκα/επελέγην, μτχ.π.π.: επιλεγμένος

  • διαλέγω
    1. διαλέγω, ξεχωρίζω από ένα σύνολο διαφόρων
      οι καταναλωτές καλούνται να επιλέξουν μέσα από μια πληθώρα προϊόντων
      ο λαός δικαιούται να επιλέξει όσους κρίνει άξιους να τον εκπροσωπήσουν στη Βουλή
       συνώνυμα: ξεδιαλέγω, ξεσκαρτάρω
    2. παίρνω απόφαση, διαλέγοντας ποια προτιμώ
      ήρθε σε σύγκρουση με την οικογένειά της επιλέγοντας να γίνει πολιτικός
  •  και δείτε τη λέξη επιλέγομαι

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • αποεπιλέγω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.