αφορίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφορίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφορίζω < ἀφ- + ὁρίζω (αφ- + ορίζω). Δείτε και τον μεσαιωνικό τύπο ἀφορέζω.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.foˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφορίζω

Ρήμα

αφορίζω, αόρ.: αφόρισα, παθ.φωνή: αφορίζομαι, π.αόρ.: αφορίστηκα, μτχ.π.π.: αφορισμένος

  • (εκκλησιαστικός όρος) διώχνω από την Εκκλησία, επιβάλλω ποινή αφορισμού
    Τον αφόρισαν λόγω βλασφημίας.
    Η Ιερά Εξέταση αφόριζε και έστελνε στην πυρά χιλιάδες ανθρώπους.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.