διατάζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διατάζω
<
αρχαία ελληνική
διατάσσω
Ρήμα
διατάζω
,
πρτ
.
:
διέταζα
,
στ.μέλλ
.
: θα
διατάξω
,
αόρ
.
:
διέταξα
δίνω
διαταγή
σε κάποιον
(
αμετάβατο
)
έχω την
αρχηγία
Συνώνυμα
προστάζω
Μεταφράσεις
διατάζω
αγγλικά
:
order
(en)
,
order
(en)
γαλλικά
:
ordonner
(fr)
,
commander
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.