ορίζουσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορίζουσα | οι | ορίζουσες |
| γενική | της | ορίζουσας | των | οριζουσών |
| αιτιατική | την | ορίζουσα | τις | ορίζουσες |
| κλητική | ορίζουσα | ορίζουσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορίζουσα < ορίζω < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminant
Ουσιαστικό
ορίζουσα θηλυκό
- (μαθηματικά) συνάρτηση που δίνει το αλγεβρικό άθροισμα τετραγωνικού πίνακα ή μήτρας.
- (ειδικότερα) ο πίνακας ή το αλγεβρικό άθροισμά του που μας χρησιμοποιείται για να βρεθούν οι λύσεις μιας εξίσωσης νιοστού βαθμού
Μεταφράσεις
ορίζουσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.