οριζοντίως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οριζοντίως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὁριζοντίως. Συγχρονικά αναλύεται σε οριζόντι(ος) + -ως
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾi.zonˈdi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρι‐ζο‐ντί‐ως
- τονικό παρώνυμο: οριζόντιος
Εκφράσεις
- οριζοντίως και καθέτως
Πηγές
- οριζόντιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.