φτάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φτάνω < αρχαία ελληνική φθάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfta.no/
Ρήμα
φτάνω, παθ. φωνή: φτάνομαι, παθ. μτχ.: φτασμένος
- αφικνούμαι, ολοκληρώνω το ταξίδι μου προς ένα προορισμό
- φτάνω στην Αθήνα στις 6
- έρχομαι από στιγμή σε στιγμή, υπόσχομαι ότι φτάνω εγώ ή κάτι αμέσως
- Έφτασα! (όταν μας φωνάζουν κάπου και καθυστερούμε)
- Έφτασε το καφεδάκι
- (μεταφορικά) οδηγούμαι σε ένα σημείο συνήθως παρά τη θέλησή μου ή πάντως χωρίς να το επιδιώκω συνειδητά, καταντώ
- κοίτα πού/σε ποιο σημείο φτάνει/έφτασε ο άνθρωπος -να μαζεύει απ' τα σκουπίδια
- (μεταφορικά) κατακτώ μία υψηλή κοινωνική, οικονομική, επιστημονική θέση
- είναι φτασμένος καλλιτέχνης : έχει φτάσει στο ζενίθ της σταδιοδρομίας του
- προσπάθησε σκληρά, αλλά τελικά δεν έφτασε ψηλά
- πλησιάζω κάτι με το χέρι μου ή άλλα μέσα που διαθέτω, προσεγγίζω (και μεταφορικά)
- δεν το φτάνω -είναι ψηλά
- ό,τι και να κάνω, δεν μπορώ να τον φτάσω (στο ταλέντο, στις ικανότητες κ.λπ.)
- επαρκώ για κάτι
- δε μου φτάνουν τα λεφτά
- (απρόσωπο) αρκεί, αρκετά
- δε φτάνει που είναι κακότροπος, είναι (από πάνω) και τεμπέλης
- Φτάνει πια!!!!
- έχω οργασμό
Συγγενικά
Εκφράσεις
- (εκεί) εδώ που φτάσαμε
- έφτασε
- έφτασε ο κόμπος στο χτένι
- τρέχω και δε φτάνω
- φτάνει και περισσεύει
- φτάνω στο αμήν
- φτάνω στο απροχώρητο
- ως εκεί μου φτάνει
- όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια
- μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φτάνω | έφτανα | θα φτάνω | να φτάνω | φτάνοντας | |
| β' ενικ. | φτάνεις | έφτανες | θα φτάνεις | να φτάνεις | φτάνε | |
| γ' ενικ. | φτάνει | έφτανε | θα φτάνει | να φτάνει | ||
| α' πληθ. | φτάνουμε | φτάναμε | θα φτάνουμε | να φτάνουμε | ||
| β' πληθ. | φτάνετε | φτάνατε | θα φτάνετε | να φτάνετε | φτάνετε | |
| γ' πληθ. | φτάνουν(ε) | έφταναν φτάναν(ε) |
θα φτάνουν(ε) | να φτάνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έφτασα | θα φτάσω | να φτάσω | φτάσει | ||
| β' ενικ. | έφτασες | θα φτάσεις | να φτάσεις | φτάσε | ||
| γ' ενικ. | έφτασε | θα φτάσει | να φτάσει | |||
| α' πληθ. | φτάσαμε | θα φτάσουμε | να φτάσουμε | |||
| β' πληθ. | φτάσατε | θα φτάσετε | να φτάσετε | φτάστε | ||
| γ' πληθ. | έφτασαν φτάσαν(ε) |
θα φτάσουν(ε) | να φτάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φτάσει | είχα φτάσει | θα έχω φτάσει | να έχω φτάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φτάσει | είχες φτάσει | θα έχεις φτάσει | να έχεις φτάσει | έχε φτασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει φτάσει | είχε φτάσει | θα έχει φτάσει | να έχει φτάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φτάσει | είχαμε φτάσει | θα έχουμε φτάσει | να έχουμε φτάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φτάσει | είχατε φτάσει | θα έχετε φτάσει | να έχετε φτάσει | έχετε φτασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν φτάσει | είχαν φτάσει | θα έχουν φτάσει | να έχουν φτάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φτασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φτασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φτασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φτασμένο | |||||
Μεταφράσεις
πηγαίνω ή έρχομαι ή καταλήγω στον προορισμό μου
→ δείτε τη λέξη αρκώ
αγγίζω ή εκτείνομαι μέχρι κάποιο σημείο
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.