ορισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορισμός οι ορισμοί
      γενική του ορισμού των ορισμών
    αιτιατική τον ορισμό τους ορισμούς
     κλητική ορισμέ ορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρισμός < ὁρίζω < ὅρος. Για τη σημασία «επιθυμία, διαταγή», (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὁρισμός (ψήφισμα, θέσπισμα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾiˈzmos/

Ουσιαστικό

ορισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια με την οποία ορίζω κάποιον σε κάποια θέση, αξίωμα ή επάγγελμα.
    ο σύλλογος καθηγητών συνεδρίασε με θέμα τον ορισμό σημαιοφόρου και παραστατών
  2. συνώνυμο του καθορισμός, θέτω όρια
  3. σύντομη και περιεκτική περίοδος λόγου με την οποία περιγράφεται και ερμηνεύεται επακριβώς μια έννοια, σημασία λέξης ή φράσης
    βρες στο λεξικό τον ορισμό της λέξης δίριχτος
  4. (λαϊκότροπο) επιθυμία, προσταγή, εντολή, διαταγή
    στους ορισμούς σου
     συνώνυμα:: όπως διατάξατε, στις εντολές σας, στις διαταγές σας.
  5. (λογική) η ακριβής περιγραφή έννοιας με βάση προηγούμενες καλά ορισμένες έννοιες[2]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ορισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Γέωργιος Βούρος, Πάτρα 2002, «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 239. Προσπέλαση 2020-02-24
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.