οριζοντιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οριζοντιώνω < οριζόντιος + -ώνω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική horizontal < αρχαία ελληνική ὁρίζων < ὁρίζω < ὅρος < πρωτοελληνική *wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werw-
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾi.zon.diˈo.no/
Συγγενικά
- οριζοντιωμένος
- οριζοντίωση
- → δείτε τις λέξεις οριζόντιος και ορίζοντας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οριζοντιώνω | οριζοντίωνα | θα οριζοντιώνω | να οριζοντιώνω | οριζοντιώνοντας | |
| β' ενικ. | οριζοντιώνεις | οριζοντίωνες | θα οριζοντιώνεις | να οριζοντιώνεις | οριζοντίωνε | |
| γ' ενικ. | οριζοντιώνει | οριζοντίωνε | θα οριζοντιώνει | να οριζοντιώνει | ||
| α' πληθ. | οριζοντιώνουμε | οριζοντιώναμε | θα οριζοντιώνουμε | να οριζοντιώνουμε | ||
| β' πληθ. | οριζοντιώνετε | οριζοντιώνατε | θα οριζοντιώνετε | να οριζοντιώνετε | οριζοντιώνετε | |
| γ' πληθ. | οριζοντιώνουν(ε) | οριζοντίωναν οριζοντιώναν(ε) |
θα οριζοντιώνουν(ε) | να οριζοντιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οριζοντίωσα | θα οριζοντιώσω | να οριζοντιώσω | οριζοντιώσει | ||
| β' ενικ. | οριζοντίωσες | θα οριζοντιώσεις | να οριζοντιώσεις | οριζοντίωσε | ||
| γ' ενικ. | οριζοντίωσε | θα οριζοντιώσει | να οριζοντιώσει | |||
| α' πληθ. | οριζοντιώσαμε | θα οριζοντιώσουμε | να οριζοντιώσουμε | |||
| β' πληθ. | οριζοντιώσατε | θα οριζοντιώσετε | να οριζοντιώσετε | οριζοντιώστε | ||
| γ' πληθ. | οριζοντίωσαν οριζοντιώσαν(ε) |
θα οριζοντιώσουν(ε) | να οριζοντιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω οριζοντιώσει | είχα οριζοντιώσει | θα έχω οριζοντιώσει | να έχω οριζοντιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις οριζοντιώσει | είχες οριζοντιώσει | θα έχεις οριζοντιώσει | να έχεις οριζοντιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει οριζοντιώσει | είχε οριζοντιώσει | θα έχει οριζοντιώσει | να έχει οριζοντιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε οριζοντιώσει | είχαμε οριζοντιώσει | θα έχουμε οριζοντιώσει | να έχουμε οριζοντιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε οριζοντιώσει | είχατε οριζοντιώσει | θα έχετε οριζοντιώσει | να έχετε οριζοντιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν οριζοντιώσει | είχαν οριζοντιώσει | θα έχουν οριζοντιώσει | να έχουν οριζοντιώσει |
| |
Μεταφράσεις
οριζοντιώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.