παρμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρμένος η παρμένη το παρμένο
      γενική του παρμένου της παρμένης του παρμένου
    αιτιατική τον παρμένο την παρμένη το παρμένο
     κλητική παρμένε παρμένη παρμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρμένοι οι παρμένες τα παρμένα
      γενική των παρμένων των παρμένων των παρμένων
    αιτιατική τους παρμένους τις παρμένες τα παρμένα
     κλητική παρμένοι παρμένες παρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παίρνω

Προφορά

ΔΦΑ : /paɾˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρμένος

Μετοχή

παρμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν πάρει
    1. ληφθείς, ειλημμένος
    2. κυριευμένος
  2. (κατ’ επέκταση) σακάτικος, παράλυτος, με σωματικές βλάβες
  3. (κατ’ επέκταση) άμυαλος, διανοητικά καθυστερημένος
  4. (κατ’ επέκταση) ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.