παρμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρμένος | η | παρμένη | το | παρμένο |
| γενική | του | παρμένου | της | παρμένης | του | παρμένου |
| αιτιατική | τον | παρμένο | την | παρμένη | το | παρμένο |
| κλητική | παρμένε | παρμένη | παρμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρμένοι | οι | παρμένες | τα | παρμένα |
| γενική | των | παρμένων | των | παρμένων | των | παρμένων |
| αιτιατική | τους | παρμένους | τις | παρμένες | τα | παρμένα |
| κλητική | παρμένοι | παρμένες | παρμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παίρνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐μέ‐νος
Μετοχή
παρμένος, -η, -ο
- που τον έχουν πάρει
- (κατ’ επέκταση) σακάτικος, παράλυτος, με σωματικές βλάβες
- (κατ’ επέκταση) άμυαλος, διανοητικά καθυστερημένος
- (κατ’ επέκταση) ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παίρνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.