φαντασιόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαντασιόπληκτος | η | φαντασιόπληκτη | το | φαντασιόπληκτο |
| γενική | του | φαντασιόπληκτου | της | φαντασιόπληκτης | του | φαντασιόπληκτου |
| αιτιατική | τον | φαντασιόπληκτο | τη | φαντασιόπληκτη | το | φαντασιόπληκτο |
| κλητική | φαντασιόπληκτε | φαντασιόπληκτη | φαντασιόπληκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαντασιόπληκτοι | οι | φαντασιόπληκτες | τα | φαντασιόπληκτα |
| γενική | των | φαντασιόπληκτων | των | φαντασιόπληκτων | των | φαντασιόπληκτων |
| αιτιατική | τους | φαντασιόπληκτους | τις | φαντασιόπληκτες | τα | φαντασιόπληκτα |
| κλητική | φαντασιόπληκτοι | φαντασιόπληκτες | φαντασιόπληκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαντασιόπληκτος < ελληνιστική κοινή φαντασιοπλήκτως + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική φαντασία + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
φαντασιόπληκτος -η -ο
- που διαρκώς ή συχνά φαντάζεται διάφορα πράγματα, τα οποία στη συνέχεια όμως θεωρεί πραγματικά, που είναι θύμα της φαντασίας του, πλήττεται από αυτήν
Συνώνυμα
Συγγενικά
- φαντασιοπληξία
- → δείτε τις λέξεις φαντασία, φαίνομαι και πλήττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.