ομόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομόφωνος | η | ομόφωνη | το | ομόφωνο |
| γενική | του | ομόφωνου | της | ομόφωνης | του | ομόφωνου |
| αιτιατική | τον | ομόφωνο | την | ομόφωνη | το | ομόφωνο |
| κλητική | ομόφωνε | ομόφωνη | ομόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομόφωνοι | οι | ομόφωνες | τα | ομόφωνα |
| γενική | των | ομόφωνων | των | ομόφωνων | των | ομόφωνων |
| αιτιατική | τους | ομόφωνους | τις | ομόφωνες | τα | ομόφωνα |
| κλητική | ομόφωνοι | ομόφωνες | ομόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ομόφωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμόφωνος (ομόγλωσσος, που μιλάει την ίδια γλώσσα).[1] Η σημασία «ομόγνωμος», ελληνστική.[2] Συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + -φωνος < → δείτε το αρχαίο ὁμός (όμοιος) & φωνή.
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈmo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μό‐φω‐νος
Επίθετο
ομόφωνος, -η, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
που έχει την ίδια γνώμη
|
→ δείτε τη λέξη σύμφωνος |
Αναφορές
- ομόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ομόφωνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.