ομόφωνα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ομόφωνα
<
ομόφωνος
Προφορά
ΔΦΑ
: /
oˈmo.fo.na
/
Επίρρημα
ομόφωνα
(
τροπικό
)
κατά τρόπο
ομόφωνο
η απόφαση πάρθηκε
ομόφωνα
Συγγενικά
ομοφωνία
ομόφωνος
ομοφωνώ
Συνώνυμα
ομόθυμα
σύμφωνα
Μεταφράσεις
ομόφωνα
αγγλικά
:
unanimously
(en)
γαλλικά
:
unanimement
(fr)
εσπεράντο
:
unuanime
(eo)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.