ομοφωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομοφωνία | οι | ομοφωνίες |
| γενική | της | ομοφωνίας | των | ομοφωνιών |
| αιτιατική | την | ομοφωνία | τις | ομοφωνίες |
| κλητική | ομοφωνία | ομοφωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομοφωνία < αρχαία ελληνική ὁμοφωνία < ὁμός + φωνή
Ουσιαστικό
ομοφωνία θηλυκό
- συμφωνία μεταξύ όλων ανεξαιρέτως (των παρισταμένων, των μελών ενός σώματος κ.λπ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.