-φωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φωνος η -φωνη το -φωνο
      γενική του -φωνου της -φωνης του -φωνου
    αιτιατική τον -φωνο τη(ν) -φωνη το -φωνο
     κλητική -φωνε -φωνη -φωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φωνοι οι -φωνες τα -φωνα
      γενική των -φωνων των -φωνων των -φωνων
    αιτιατική τους -φωνους τις -φωνες τα -φωνα
     κλητική -φωνοι -φωνες -φωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-φωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φωνος < φων(ή) + -ος
για σύγχρνους όρους < διαγλωσσικοί όροι -phone [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φωνος

Επίθημα

-φωνος, -η, -ο

  • δεύτερο συνθετικό επιθέτων ή ουσιαστικοποιημένων επιθέτων
    1. που χαρακτηρίζει άτομα με μητρική γλώσσα ή κύρια γλώσσα όπως ορίζεται στο πρώτο συνθετικό ανεξάρτητα από την καταγωγή τους [2]
      γαλλόφωνος, αραβόφωνος
      συγκρίνετε με το -γλωσσος
    2. που αναφέρονται σε χαρακτηρισμό φωνής όπως δηλώνεται στο πρώτο συνθετικό
      υψίφωνος (για ποιότητα φωνής)
      λαρυγγόφωνος (όρος φωνολογίας)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. -φωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

  • -φωνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-φωνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -φωνος < φων(ή) + -ος

Επίθημα

-φωνος

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -φωνος στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -φωνος τὸ -φωνον
      γενική τοῦ/τῆς -φώνου τοῦ -φώνου
      δοτική τῷ/τῇ -φών τῷ -φών
    αιτιατική τὸν/τὴν -φωνον τὸ -φωνον
     κλητική ! -φωνε -φωνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -φωνοι τὰ -φων
      γενική τῶν -φώνων τῶν -φώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς -φώνοις τοῖς -φώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -φώνους τὰ -φων
     κλητική ! -φωνοι -φων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -φώνω τὼ -φώνω
      γεν-δοτ τοῖν -φώνοιν τοῖν -φώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-φωνος < φων(ή) + -ος

Επίθημα

-φωνος, -ος, -ον

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φωνος στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -φωνος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.