ὁμός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ὁμός
<
ἅμα
Επίθετο
ὁμός
, ή, όν
ο ίδιος,
όμοιος
κοινός
ενωμένος
Συγγενικά
ὅμοιος
και
ὁμοῖος
ὁμόθεν
ὁμόσε
ὁμοῦ
ὁμῶς
ὁμόω
(συγκεντρώνω) όχι
ὁμόω
ορκίζομαι
ὅμαδος
ὁμαδέω
Σύνθετα
ὁμοφρονέω
ὁμοφυής
ὁμόφυλος
ὁμόφωνος
ὁμόψηφος
ὁμόχρους
ὁμογέρων
ὁμόδημος
ὁμόγαμος
ὁμόλογος
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνιος
ὁμογνώμων
ὁμοδέμνιος
ὁμοδοξία
δωρικό
ὁμόδαμος
ὁμόδουλος
ὁμοεθνής
ὁμοήθης
ὁμόθυμος
ὁμόκληρος
ὅμορος
ὁμήγυρις
ὁμογάστριος
ὁμομήτριος
ὁμοπάτριος
ὁμοπάτωρ
ὁμονοέω
ὁμῆλιξ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.