οιωνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οιωνός οι οιωνοί
      γενική του οιωνού των οιωνών
    αιτιατική τον οιωνό τους οιωνούς
     κλητική οιωνέ οιωνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οιωνός < αρχαία ελληνική οἰωνός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.oˈnos/

Ουσιαστικό

οιωνός αρσενικό

  1. φαινόμενο, γεγονός ή σημάδι που θεωρείται πως προμηνύει το μέλλον
  2. ένδειξη που επιτρέπει να προβλέψουμε τις εξελίξεις

Συγγενικά

ρήσεις

  • «Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» (Ιλιάδα, Μ 243)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.